"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

24/3/15

Στιλβωτές υποδημάτων (λούστροι) της προπολεμικής Λαμίας




“… στο δρόμο, οκτώ χρονών παιδί, το ορφανό, τα ’χε χαμένα. Βρέθηκε ένας Χριστιανός και του λέει «έλα δω ρε, να σε μάθω να γυαλίζεις παπούτσια» και τον πήγε σ’ ένα μαραγκό, έδωσε ενάμιση κατοστάρικο, του έφτιαξε κασελάκι, του πήρε βερνίκια και τον αμόλυσε :  «Άμα έχεις μυαλό κάτι θα κάνεις …»”.
Νίκου Τσιφόρου,Τα παιδιά της πιάτσας”, σ. 351, Αθήνα, 1976.


  1. Ανάγκη και επάγγελμα

   Οι δρόμοι και οι πλατείες[1] της Λαμίας αλλά και όλου του νομού στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν με χώμα, ενώ αρκετοί δρόμοι ήταν στενοί και χωρίς πεζοδρόμια. Από τη σκόνη, το νερό της βροχής και τις λάσπες τα παπούτσια λερώνονταν. Επιπλέον, τα παπούτσια στα χρόνια εκείνα γίνονταν με παραγγελία (δεν υπήρχαν έτοιμα στα καταστήματα) και είχαν σημαντικό κόστος. Δύσκολα οι άνθρωποι της εποχής εκείνης είχαν δύο ζευγάρια[2] παπούτσια.
   Το νέο και συχνό βάψιμο και γυάλισμα των παπουτσιών ήταν απαραίτητο, ώστε να αντέξουν περισσότερο χρόνο και να δείχνουν όμορφα. Για τους άνδρες που έβγαιναν “στην πιάτσα” και στις κοινωνικές συναναστροφές τους τα μαύρα ή καφέ δερμάτινα παπούτσια ή σκαρπίνια έπρεπε πάντα να είναι λουστραρισμένα[3] και να δείχνουν στο μάτι.
   Την υπηρεσία αυτή ανέλαβαν οι στιλβωτές ή όπως επικράτησε στον κόσμο οι “λούστροι”. Ένα επάγγελμα της πόλης, που κάλυψε αυτή την ανάγκη και σε κάποιους ανθρώπους έδωσε ένα μικρό  αλλά τίμιο εισόδημα για να ζήσει η οικογένειά τους.


  1. Οι άνθρωποι της δουλειάς

   Η λέξη “λούστρος” προήλθε από την ιταλική λέξη lustro, που σημαίνει «λάμψη». Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και για την ουσία (το βερνίκι) επάλειψης και στίλβωσης (γυάλισμα) της επιφάνειας. Τα μικρότερης ηλικίας άτομα, τα λέγανε λουστράκια.
Ένας λουστράκος
  Ήταν φτωχοί άνθρωποι, συνήθως αγράμματοι, που προήλθαν από τη συνοικία των Αγίων Θεοδώρων της Λαμίας (Σλα Μαχαλά), αλλά και κάποιοι που ήρθαν από ορεινές και άγονες περιοχές ή χωριά στην πόλη, αναζητώντας καλύτερη τύχη. Άνθρωποι εργατικοί και έντιμοι επαγγελματίες οι περισσότεροι.
   Υπήρχαν λούστροι σταθερής θέσης και πλανόδιοι. Στην ανατολική πλευρά[4] του Σταροπάζαρου (όπως έλεγαν παλιά την πλατεία Πάρκου) είχαν 4-5 σταθερές θέσεις (τις βροχερές μέρες στεγάζονταν απέναντι, κάτω απ’ τις μαρκίζες των καταστημάτων). Αντίστοιχα υπήρχαν και στην πλατεία Λαού με τα κασελάκια στη σειρά μπροστά στα καφενεία (π.χ. είχαν στέκι ο Δημ Γουλόπουλος, ο Κόγιας, κ.ά.). Όταν γινόταν το παζάρι στην πλατεία Πάρκου, με τις παράγκες, τότε ανάγκαζαν τους λούστρους να φύγουν. Αυτοί υπερασπίζονταν το δικαίωμα στο χώρο και γίνονταν μεγάλοι καβγάδες. Έβαζαν κάποιους να μεσολαβήσουν στο δήμαρχο και τελικά τους άφηναν ένα μικρό χώρο για τα κασελάκια.

13/3/15

Η Γραβιά της δεκαετίας του ’30



Καταγραφή[1]

του Αθανασίου Κων.  Μπαλωμένου[2]


Προλεγόμενα


Παλιά σφραγίδα του Δήμου
 Δωριέων, μέχρι το 1912.
       Η Γραβιά ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα μου. Η περίοδος 1918 – 33,  που έζησε σαν παιδί, είναι αυτή που καταγράφεται. Μετά το 1933, πήγε στη Λαμία για να δουλέψει  - ως μεγαλύτερος – και να βοηθήσει την οικογένεια. Η καλή του μνήμη, παρά τα χρόνια του, ήταν μια καλή βάση για να γίνει αυτή η καταγραφή, που εύκολα διασταυρώνεται με γραπτά στοιχεία (όσα υπάρχουν) αλλά και μνήμες άλλων επιζώντων.
      Εκτιμώ την καταγραφή αυτή και μαζί μια πρώτη σύντομη κοινωνική ανάλυση, ως πολύ χρήσιμη έως σημαντική, εφόσον βοηθά το σημερινό ή μελλοντικό κάτοικο ή και το μελετητή του τόπου να σχηματίσει μια εικόνα της προπολεμικής Γραβιάς και της κοινωνίας της.
      Η μικρή αυτή προσπάθεια αποβλέπει επίσης στο θυμικό όσων ξέρουν αυτή τη Γραβιά, που φεύγει μαζί με τους ανθρώπους που την έζησαν. Ως κατάθεση μνήμης είναι αναγκαία για τους νεότερους, στους οποίους και χαρίζεται.

Κωνσταντίνος Αθαν. Μπαλωμένος
         φυσικός – καθηγητής


A. Συνοπτική κοινωνική περιγραφή

    Η δυναμική της Γραβιάς τη δεκαετία του ’30, συνοψίζεται στον παρακάτω πίνακα, με τις επαγγελματικές δραστηριότητες των αρχηγών των νοικοκυριών. Έχουμε λοιπόν :
Γεωργία : Ο κάμπος της Γραβιάς έχει περιορισμένη έκταση, όπως και τα  αγροτικά μερίδια των κατοίκων της Γραβιάς. Καλλιεργούσαν σιτάρια, κριθάρι, καλαμπόκι και βρώμη. Επίσης είχαν αμπέλια και έφτιαχναν εξαιρετικό κρασί. Τον ελεύθερο χρόνο τους, οι άντρες αγρότες δεν τον αξιοποιούσαν. Οι γυναίκες όμως είχαν  ένα μικρό κήπο στην αυλή του σπιτιού, όπου καλλιεργούσαν λαχανικά, με το νερό του χωριού, έτσι ώστε το σπίτι να  έχει αυτάρκεια σ’ αυτά τα είδη. Στην περιοχή της Γραβιάς δεν υπήρχαν αρκετές ελιές. Έτσι το λάδι δεν έφτανε για όλη τη χρονιά. Αντίθετα, το κρασί στα βαρέλια δεν έλειπε από το κατώι του σπιτιού.
    Τα   κτήματα του μοναστηριού της Ζωοδόχου Πηγής τα καλλιεργούσαν κάτοικοι της Γραβιάς ή της Μαριολάτας, εφόσον ο μοναδικός καλόγερος της Μονής, ήταν αδύνατον να τα δουλέψει. Επίσης, υπήρχε και το κοινοτικό κτήμα στο Ρισνίκο. Συνήθως το νοίκιαζε.

Το Ρισνίκο (φωτ. 2010)
Κτηνοτροφία :  Ήταν μεγάλη σε κοπάδια και ζώα. Κυριαρχούσαν τα γιδοπρόβατα. Μερικοί κτηνοτρόφοι είχαν πολλά ζώα, όπως ο Μπούγας (με 400 γίδια), ή ο Ηλίας Μανανάς, που είχε το παρατσούκλι « ο τετρακόσια γίδια». Γελάδια είχαν πολύ λίγοι (γύρω στις 10 οικογένειες). Στα σπίτια υπήρχαν οικόσιτα 1-2 ζώα (κατσίκα, προβατίνα ή γελάδα), που κάλυπτε τις ανάγκες του σπιτιού.

8/3/15

Φαρμακείο Δασκαλοπούλου στη Λαμία


Ένας αιώνας διαρκούς λειτουργίας



   Ο χώρος αυτός είναι ένα ζωντανό μνημείο, θα έλεγε κανείς, που παραμένει κόσμημα για τη Λαμία. Στο ίδιο ακριβώς υπεραιωνόβιο κτίριο, από τα τέλη του 19ου αιώνα λειτούργησε το φαρμακείο, που μετά ανέλαβε η οικογένεια Δασκαλοπούλου - πιθανότατα από το 1915 - δηλ. φέτος κλείνει έναν αιώνα λειτουργίας και μάλιστα με το ίδιο ονοματεπώνυμο.
Το Φαρμακείο  Νικ.  Ελ.  Δασκαλοπούλου (φωτ. 2006)
  Ο χρόνος κατασκευής του κτιρίου δεν είναι γνωστός, με μεγάλη πιθανότητα να έγινε το τέλος του 19ου αιώνα. Σχεδόν όλο το οικονομικό τετράγωνο μέχρι την οδό Λεωσθένους-Δεδούση και πιθανά μέχρι την οδό Χατζοπούλου αγοράστηκε από τον εργολάβο, πρώην καραγωγέα και μετά ξυλέμπορο Δρόσο Δροσόπουλο (1838-1918). Τα ακίνητα περιήλθαν στην ιδιοκτησία του Γρηγ. Δρ. Δροσοπούλου. Το ισόγειο νοικιάστηκε και λειτούργησε ως φαρμακείο του Χρ. Δράκου[1], ενώ το ανώγειο ως Ξενοδοχείο Ύπνου.
   Τον Αύγουστο του 1915, ο φαρμακοποιός και αντιπρόσωπος του φαρμακείου Δράκου έκανε απόπειρα[2] αυτοκτονίας “ … λαβών ισχυράν δόσιν σουμπλιμέ, όπως τερματίση τον βίον του. Οι λόγοι οίτινες παρώρμησαν τον ατυχή νέον εις το απονεννοημένον διάβημα είνε άγνωστοι….”. Τότε έγινε και η μεταβίβαση της άδειας του φαρμακείου στο Νικόλαο Χριστ. Δασκαλόπουλο.

4/3/15

Kαλλιέργεια και ανάπτυξη της μουσικής στην προπολεμική Λαμία


Πολιτιστικές αναδρομές



Προλεγόμενα

   Την ιστορία του ανθρώπου συνόδευσαν εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια η μουσική και το τραγούδι (όπως και ο χορός). Αποτέλεσαν μία εξαιρετική μορφή έκφρασης των ανθρώπινων συναισθημάτων, αλλά έχουν και σημαντική πολιτιστική αξία. Από παλιά το τραγούδι βγήκε αβίαστα από γυναίκες και άνδρες στην ώρα της δουλειάς ή της ξεκούρασης, συμβάλλοντας στη σωματική και κυρίως την ψυχική υγεία.
   Από τα αρχαιοελληνικά χρόνια συνέβαλλαν στο θέατρο ο λόγος, η μουσική και ο χορός, που διαχωρίστηκαν στα ελληνιστικά χρόνια. Η βυζαντινή μουσική[1] ήταν δημιούργημα των βυζαντινών χρόνων και υπηρέτησε την εκκλησία, μέχρι σήμερα.
   Παράλληλα με την βυζαντινή μουσική αναπτύχθηκε το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, που διαδόθηκε με προφορικό τρόπο. Αρχή του δημοτικού τραγουδιού ήταν το ακριτικό τραγούδι (9ο-11ο αι.) και στη συνέχεια έχουμε το κλέφτικο στα χρόνια της τουρκοκρατίας, που κορυφώθηκε στην περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Το δημοτικό τραγούδι χωρίζεται σε στεριανό και σε νησιώτικο.
   Στην αλλαγή του αιώνα (αρχές του 20ού αι.) σε αστικά κέντρα με λιμάνια διαμορφώθηκε η αστική λαϊκή μουσική, που ονομάστηκε ρεμπέτικο. Από τη σμυρνέικη σχολή ακολούθησε η πειραιώτικη. Μετεξέλιξη είναι το λαϊκό τραγούδι στα μεταπολεμικά χρόνια (1950-60). Ακολούθησε το έντεχνο τραγούδι.
   Η δυτική μουσική ήρθε στην ελεύθερη Ελλάδα μέσω Ιταλίας με την επτανησιακή σχολή. Στη μουσική με δυτικοευρωπαϊκό ύφος, που λέγεται και νεοελληνική έντεχνη μουσική (κοσμική μουσική), μετά από διαμάχη προέκυψαν δύο σχολές : η ελληνική εθνική μουσική σχολή (ιδρυτής ο Μανώλης Καλομοίρης) και η σύγχρονη ελληνική μουσική από Έλληνες συνθέτες με διεθνή αναγνώριση (Σκαλκώτσας, Χρήστου, Ξενάκης).
   Στην παρούσα εργασία θα εστιαστεί η μουσική καλλιέργεια στη Λαμία μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με όσο γίνεται συνοπτικό τρόπο.



1.  Προπολεμική Λαμία και δυτική μουσική

   Στην ελεύθερη από τους Τούρκους Ελλάδα, το 1830 η δυτική μουσική ήταν σχεδόν άγνωστη στους Έλληνες της ηπειρωτική χώρας. Η πρώτη διδασκαλία μουσικής έγινε από τον Αθανάσιο Αβραμιάδη στο νεοϊδρυθέν (από τον Ιωάννη Καποδίστρια) ορφανοτροφείο της Αίγινας. Οι Βαυαροί, που ακολούθησαν, προτίμησαν να εισάγουν πλανόδιους θιάσους όπερας για την ψυχαγωγία των ξένων που διέμεναν στην πρωτεύουσα, προκαλώντας συχνά την αντίθεση των Αθηναίων. Το κράτος μιμούμενο τους Επτανήσιους, αλλά παραμελώντας τη μουσική παιδεία, ξόδευε αφειδώς για τους ιταλικούς οπερατικούς θιάσους μέχρι το 1868. Η λειτουργία των σχολών βυζαντινής μουσικής (1837) και στρατιωτικής μουσικής (1843-55) ήταν βραχύβια.
Χορός στην ελεύθερη από Τούρκους Λαμία
 (από έργο του βαυαρού Kollnberger, 1836)
   Μετά το 1870 η δυτική μουσική κερδίζει έδαφος στην Αθήνα, με την ίδρυση του Ωδείου Αθηνών το 1871, όσο και πολλές ιδιωτικές πρωτοβουλίες μέχρι το 1900. Στα πρότυπα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας ιδρύθηκαν η Φιλαρμονική Εταιρεία Αθηνών (1885-1900) και ο Όμιλος Φιλόμουσων (1893-1900). Αντίστοιχα, το 1896, ιδρύθηκε στη Λαμία ο “Μουσικός Σύλλογος Λαμίας”. Στους σκοπούς του Συλλόγου ήταν η διδασκαλία (εφόσον δεν υπήρχε Ωδείο) πνευστών και εγχόρδων οργάνων για φιλαρμονική ορχήστρα, που θα έδινε συναυλίες σε δημόσιους χώρους, κ.ά.

2/3/15

Στη μνήμη Βασίλη Σίμου


Σ’ έναν δάσκαλο ήθους και τέχνης



Ο καλλιτέχνης πρέπει να ανυψώνεται,

αλλά ο άνθρωπος να παραμένει ταπεινός
               Πωλ Σεζάν

   Στο περιβάλλον ενός καλλιτέχνη πατέρα, ήταν αδύνατο να μην γοητευτεί το παιδί. Ο Βασίλης γεννημένος στην Υπάτη το 1934, κατάλαβε την κλίση του και κυνήγησε το όνειρό του. Η ΑΣΚΤ Αθήνας με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη, του καλλιέργησε και ανέπτυξε το πάθος για τη ζωγραφική, αποκτώντας παράλληλα και το σχετικό δίπλωμα θεωρητικών ιστορικών σπουδών. Στη συνέχεια πήγε στην Ισπανία, όπου φοίτησε στην Κεντρική Σχολή Καλών Τεχνών “San Fernando”, στη Μαδρίτη, με δάσκαλο τον Joaquín Valverde Lasarte (1896-1982), αποκτώντας δίπλωμα και πτυχίο καθηγητή.
   Ήταν ο τέλειος συνδυασμός για τον εξωτερικά ήρεμο χαρακτήρα του, αλλά δημιουργικά ανήσυχο Βασίλη. Η καλλιτεχνική του παραγωγή είχε αμέσως αρχίσει και σε ενότητες την παρουσίαζε με ατομικές εκθέσεις. Ήταν η δεκαετία του ’60, σε μια μεταβαλλόμενη μεταπολεμικά Ελλάδα και σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον με αντιφάσεις, αμφισβητήσεις και ένταση.
   Κοντά στα μέσα της δεκαετίας αυτής ήταν που ανέλαβε το μάθημα των Τεχνικών - όπως  λεγόταν τότε - στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων Λαμίας. Σ’ αυτό το αυστηρό, πειθαρχημένο και καταπιεστικό για τους μαθητές σχολείο, που η συνήθης τιμωρία ήταν επώδυνη, ο Βασίλης ήταν η καλοσύνη, η αγάπη και το χαρούμενο “διάλειμμα”. Το μάθημά του αναμενόταν με χαρά. Μας έμαθε καλλιγραφία (την οποία διατήρησα μέχρι τώρα), τεχνικό σχέδιο και ελεύθερο σχέδιο. Το μελάνωμα του σχεδίου με το γραμμοσύρτη ήταν η δυσκολία όλων. Αντίθετα μας άρεσε το ελεύθερο σχέδιο όπου σχεδιάζαμε βάζα, δοχεία και άλλα αντικείμενα. Κι ο Βασίλης να μας διορθώνει, να εξηγεί και να διδάσκει με ήρεμο τρόπο. Ήταν η άνοιξη για όλους μας.
   Ίσως ήταν και η πιο ευτυχισμένη τότε περίοδος και για κείνον. Είχε γνωρίσει τη Φιορίνα, και μια μέρα του Φλεβάρη (στις 14) του 1965 παντρεύτηκαν. Η Λαμία έγινε η έδρα της ζωής του με την εργαζόμενη γυναίκα του, την οικογένεια που ήρθε στη συνέχεια, τη δουλειά του στο Γυμνάσιο και το καλλιτεχνικό του εργαστήριο. Ήδη ήταν γνωστός στον εικαστικό χώρο και τα έργα του ταξίδευαν σε ατομικές εκθέσεις στη Μαδρίτη (σε αίθουσα της Ακαδημίας όπου σπούδασε), σε διάφορες σημαντικές γκαλερί στην Αθήνα, Πειραιά και άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις. Τότε πολλά έργα του αγοράστηκαν από συλλέκτες.
   Η ζωγραφική ήταν η καθημερινή του ενασχόληση στο εργαστήριο είτε στη Λαμία, είτε στην Υπάτη. Μετά από 26 χρόνια ως καθηγητής καλλιτεχνικού σχεδίου στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση έγινε συνταξιούχος. Φυσικά, συνέχισε να εμπνέεται και να τολμά ζωγραφίζοντας πρωτότυπες και μεγάλων διαστάσεων συνθέσεις. Το έργο του είναι πολύ μεγάλο και αναφέρεται ο εκπληκτικός αριθμός από 1.200 πίνακες! Εκτός από ατομικές εκθέσεις έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε χώρες του εξωτερικού τιμώντας τη χώρα του και την πόλη του.
   Στη Λαμία, συνεργάστηκε με τα Εικαστικά Εργαστήρια του Δήμου, διδάσκοντας Ιστορία Τέχνης και ζωγραφική. Η μεγάλη αναδρομική του έκθεση, με αντιπροσωπευτικά έργα του, οργανώθηκε το φθινόπωρο του 1997, από το Δήμο Λαμίας, στην αίθουσα της Δημοτικής Πινακοθήκης. Σημαντικός αριθμός έργων του δεν πουλήθηκε ποτέ και παραμένει στον οικογενειακό θησαυρό.


   Η αγιογραφία ήταν ένα άλλο μέρος των ενδιαφερόντων του. Το τελευταίο έργο του (2μ.Χ2μ.) είναι μία σύνθεση για την Ι. Μ. Αγάθωνος και αναφέρεται στην εύρεση της εικόνας της Παναγίας από τον όσιο Αγάθωνα. Τις τελευταίες μέρες του περασμένου μήνα έβαλε τις τελευταίες πινελιές. Στις 28 Φλεβάρη 2014 το έργο ολοκληρώθηκε κι εκεί η μεγάλη καρδιά του Βασίλη σταμάτησε. Χωρίς πόνο, χωρίς διάρκεια! Αναρωτιέμαι αν αυτή δεν είναι τύχη αγαθή. Μέσα στο εργαστήριό του, με την ολοκλήρωση ενός έργου του, πέρασε στον εικαστικό χώρο της αιωνιότητας.
   Παράλληλα, ο Φεβρουάριος αποδείχτηκε ο καλός μήνας της ζωής του, εφόσον συμπλήρωσε με την καλή του Φιορίνα, 49 χρόνια γάμου (1965-2014)! Είχα την τύχη να γνωρίσω το θαυμάσιο αυτό ζευγάρι από κοντά, για να επιβεβαιώσω τη μακρόχρονη διάρκεια αυτής της αγάπης.
   Ευχόμενος την “εκ Θεού παρηγορίαν” στην κυρία Φιορίνα, όπως αναφέρει η χριστιανική μας θρησκεία, συμμερίζομαι τη λύπη της αιφνίδιας απώλειας. Εύχομαι στα παιδιά κι εγγόνια σας να είναι υγιή, πολυχρονεμένα, καλότυχα κι αγαπημένα.
   Υποκλίνομαι στην ευγένεια, στην καλοσύνη και στο γλυκό χαρακτήρα αυτού του χαρισματικού ανθρώπου, του Βασίλη όπως ήθελε να τον προσφωνώ, που τίμησε την εικαστική τέχνη και τη Λαμία. Τον ευχαριστώ για τη μεγάλη τιμή της εκτίμησης. Τη διατηρώ ως πολύτιμη παρακαταθήκη.

             Κωνσταντίνος Αθαν. Μπαλωμένος
                      φυσικός