"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

26/8/15

Μετανάστες στην Αμερική από τα Καστέλλια Παρνασσίδος (1906-1920)



Προλεγόμενα


 Έλκοντας την καταγωγή εκ πατρός από τη Γραβιά, έμαθα από παλιά για τα γειτονικά Καστέλλια, με σημαντική παραγωγή σε καπνά, αλλά και με ανθρώπους που αναδείχθηκαν από τα χρόνια του Μεσοπολέμου σε αρκετούς επαγγελματικούς χώρους (γιατροί, στρατιωτικοί, κλπ.). Έχω επίσης κατά νου - από τα παλιότερα χρόνια - το πολύ καλό μορφωτικό επίπεδο των ανθρώπων της. Με την ευκαιρία, λυπήθηκα που έμαθα ότι την περασμένη χρονιά έκλεισε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού.
 Μελετώντας τους Έλληνες μετανάστες που πήγαν στην Αμερική, εδώ και αρκετά χρόνια, κατέγραψα και όσους προέρχονταν από τα Καστέλλια. Δυστυχώς δεν ξέρω επώνυμα των ανθρώπων που έζησαν στο χωριό αυτό, και επιπλέον στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί οικισμοί με το όνομα αυτό (π.χ. στην Κρήτη). Δεν ήξερα επίσης ότι το αρχικό όνομα του χωριού ήταν Καστέλι και όχι Καστέλλια (η μετονομασία έγινε το 1979). Έτσι δυσκολεύτηκα αρκετά. Ευτυχώς με βοήθησε ο “Εκλογικός Κατάλογος του 1865, δήμου Δωριέων, χωρίον Καστέλιον”, στα επώνυμα των παλιότερων κατοίκων της.
 Για το αποτέλεσμα αυτό χρειάστηκαν πολλές ώρες και μέρες εντατικής απασχόλησης. Με βοήθησε πολύ, μέσω του Διαδικτύου, το εξαιρετικό αμερικανικό αρχείο μετανάστευσης του νησιού Έλλις (Ellis Island). Η έρευνα απέδωσε 44 μεταναστευτικά ταξίδια (9 μετανάστες έκαναν διπλά ταξίδια). Ίσως να διέφυγαν κάποια ονόματα που δεν εντόπισα, χωρίς φυσικά να υπάρχει καμία πρόθεση. Θυμίζω τη (συνήθη) περίπτωση που κάποιοι, τότε στις ΗΠΑ, δήλωναν ότι γεννήθηκαν ή ότι διέμεναν στη μεγαλύτερη πόλη (Λαμία ή Άμφισσα) ή κωμόπολη (όπως Γραβιά)  της περιοχής.

18/8/15

Οι προπολεμικοί ράπτες της Λαμίας


Οι καλλιτέχνες της ενδυμασίας



1. Σύντομη ιστορία της ενδυμασίας

 Από την Παλαιολιθική εποχή ο άνθρωπος κάλυπτε το σώμα του (δέρματα ζώων, φύλλα δένδρων ή γούνες). Η εφεύρεση του αργαλειού στη Νεολιθική εποχή δημιούργησε την υφαντική. Ένα κοντό ύφασμα για άνδρες κι ένα απλό μακρύ ρούχο οι γυναίκες φορούσαν στην αρχαία Αίγυπτο[1].
 Η αρχαία ελληνική ενδυμασία αποτελούνταν από ορθογώνια υφάσματα που φορούσαν και τα δύο φύλα. Τα τύλιγαν με διάφορους τρόπους γύρω από το σώμα σχηματίζοντας πτυχώσεις. Τα κυριότερα ήταν ο χιτώνας, που φορούσαν κατάσαρκα και ραβόταν στους ώμους, και το ιμάτιο, που χρησίμευε ως πανωφόρι. Ρούχα απλά και λειτουργικά.
 Τα ρούχα των Ρωμαίων ήταν παρόμοια με τα ελληνικά. Η βυζαντινή ενδυμασία συνδύασε την ελληνορωμαϊκή παράδοση με επιδράσεις της ανατολής και της χριστιανικής θρησκείας. Γενικά χαρακτηριζόταν από επισημότητα και μεγαλοπρέπεια.
 Στα μεσαιωνικά χρόνια οι γυναίκες φορούσαν δύο μακριά φορέματα (το ένα πάνω στο άλλο), ενώ οι άνδρες φορούσαν κοντό πουκάμισο και παντελόνι. Από τότε καθιερώθηκαν τα διαφορετικά ρούχα σε άνδρες και γυναίκες.
 Στην Αναγέννηση (15ο-16ο αι.) η ενδυμασία αποκτά όγκο και γίνεται πολυτελής. Στο 17ο αιώνα τα ρούχα έχουν πολλές δαντέλες και φιόγκους, με περούκες στο κεφάλι για άνδρες και γυναίκες.
 Στο 18ο αιώνα η ενδυμασία χαρακτηρίζεται από κομψότητα, χάρη και απαλά χρώματα. Κατά το 19ο αιώνα οι άντρες υιοθέτησαν το - αγγλικής προέλευσης - κοστούμι, που - με μικρές αλλαγές  -παρέμεινε μέχρι σήμερα η κύρια αντρική ενδυμασία.
 Στον 20ό αιώνα σημειώθηκε μεγάλη αλλαγή στην ενδυμασία, με νέα υλικά, μαζική παραγωγή αλλά και νέο τρόπο ζωής (κοινωνικές αλλαγές). Οι γυναίκες δανείζονται στην ανδρική ενδυμασία (φορούν παντελόνια). Γενικά το ντύσιμο γίνεται πιο απλό, άνετο και χαρούμενο.


2. Η ελληνική παραδοσιακή ενδυμασία

 Είναι οι φορεσιές των Ελλήνων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά παρέμειναν και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, μέχρι που επικράτησαν οι ενδυμασίες δυτικού τύπου.
Ο βασιλιάς Όθων
με φουστανέλα
 Οι παραδοσιακές αυτές φορεσιές προήλθαν από τη βυζαντινή ενδυμασία, με επιδράσεις από άλλους λαούς. Βασικό στοιχείο είναι το πουκάμισο (κοντό ή μακρύ με μανίκια) που φοριέται  κατάσαρκα.
 Οι άνδρες φορούσαν κοντό πουκάμισο (πουκαμίσα), με πλεχτές κάλτσες ή με παντελόνι (μπουραζάνι). Στα νησιά και παράλια φορούσαν τη βράκα (ένα φουσκωτό παντελόνι). Οι πολεμιστές φορούσαν τη φουστανέλα, μια πολύπτυχη μακριά φούστα. Στην επανάσταση του 1821 το ρούχο αυτό διαδόθηκε πολύ και αργότερα αποτέλεσε την ανδρική εθνική ενδυμασία.
 Οι γυναίκες πάνω απ’ το πουκάμισο φορούσαν ένα μακρύ φόρεμα με μανίκια (το καβάδι ή το σιγκούνι). Στα παράλια και στα νησιά φορούσαν φουστάνι (προήλθε από δυτικά φορέματα).
 Οι ελληνικές παραδοσιακές ενδυμασίες αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο της πολιτισμικής κληρονομιάς μας (με ιστορική, κοινωνική και αισθητική αξία).

9/8/15

Η επί της Όθρυος Μονή της Αντινίτσης

εργασία Αναστ. Κ. Ορλάνδου  (1930)

---------------


 
Επί τίνος των προς την Λαμίαν εστραμμένων υψωμάτων της πολυβούνου Όθρυος και εις τρίωρον προς Βορράν από της ειρημένης πόλεως απόστασιν[1] σώζεται, εν λειτουργία εισέτι, πενιχρά μονή τιμωμένη εις μνήμην του Γενεσίου της Θεοτόκου, επιλεγομένη δε της Αντινίτσης, από ομωνύμου τινός γειτονικής, εκλιπούσης ήδη, κώμης πιθανώτατα λαβούσα την επίκλησιν. Η άγνωστος εις τους περί την βυζαντινήν τέχνην ασχολουμένους μονή αύτη, ιδρυμένη επί νοτίως βλεπούσης αποτόμου και υλομανούς κλιτύος[2], αποτελείται εκ σειράς ευτελώς κατεσκευασμένων κελλίων, τεταγμένων εις δυο ορόφους, όπισθεν ξύλινου ηλιακού, καταλαμβανόντων δε την βόρειον πλευράν ορθογωνίου περιοχής, εν τω μέσω της οποίας ορθούται εν αρίστη καταστάσει το καλής τέχνης καθολικόν της μονής. (εικ. 1). 
Όψις του καθολικού της Αντινίτσης εκ Δυσμών
Περί της ιστορίας της μονής ταύτης ουδείς που αναφέρει τι, όσον εγώ γνωρίζω, ουδέ σχετικόν τι έγγραφον κατόρθωσα ν’ ανεύρω. Του εσωτερικού δ’ όντος εξ ολοκλήρου ασβεστοχρίστου, δεν σώζεται ουδ’ η κτιτορική αυτής επιγραφή. Μόνον δε περί βλαβών τίνων επενεχθεισών εις την μονήν υπό των Τούρκων, καταλαβόντων αυτήν από 7 Μαΐου 1897 μέχρι 14 Μαΐου 1898, αναφέρει ο Βορτσέλας[3].
Στερούμενοι λοιπόν ειδήσεων περί της ιστορίας της μονής και του χρόνου της ιδρύσεως αυτής θα προσπαθήσωμεν να συναγάγωμεν αυτά εκ της τέχνης του καθολικού αυτής, και δη της αρχιτεκτονικής, αφ’ ού, ως ελέχθη, ουδέ ίχνος τοιχογραφίας διεσώθη εσωτερικώς.