"Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένo Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια..."

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυλιόμενο

12/9/16

Τα χρόνια του ανθρώπου




Από τη λαϊκή σοφία[1]



   Ο γερο-Λαμπρογρηγόρης[2], ένας γέροντας φουστανελάς με κόκκινο φέσι τυλιγμένο με μαύρο τούλι και με την αγκλιδέρα του (το μπαστούνι) φώναξε μια μέρα τον 15χρονο Γεώργιο Πολίτη[3] να του δέσει το τσιγάρο του, γιατί έτρεμαν τα χέρια του. Τον φώναζε συχνά κοντά του για κουβέντα. Μια μέρα του είπε :
- Έχεις διαβάσει την Παλαιά Διαθήκη;
- Ναι παππού, του λέω. Γιατί με ρωτάς;
- Ξέρεις, μου λέει, είναι γραμμένη ανάποδα. Πρώτα-πρώτα έφκιαξε τον άνθρωπο με λάσπη, όπως και όλα τα πλάσματά του, και τον έστησε σ’ ένα τσμάρι (ύψωμα) χωρίς να του δώσει ζωή και μετά τα άλλα ζωντανά. Σε κάθε ένα, αφού του έδινε ζωή, του ’λεγε και τον προορισμό του και πόσα χρόνια θα ζει και ότι ο άνθρωπος (και του τον έδειχνε) θα είναι ο αφέντης του, κύριος ζωής και θανάτου του. Κάθε ζωντανό σκεφτόταν λίγο και έλεγε: 
- Θεούλη μου να χαρείς, λιγόστεψε τα χρόνια μου, δεν αντέχω τόσα πολλά να με παιδεύει ο άνθρωπος.
   Ο Θεός το λυπόταν το ζωντανό και έκοβε μερικά χρόνια και τα ’ριχνε μέσα σε ένα σακί που είχε μπροστά του. Όταν τελείωσε τα ζωντανά, έφτασε και στον άνθρωπο. Του ’δωσε ζωή, του είπε τον προορισμό του, του έδειξε όλα τα ζωντανά που περπάταγαν, βοσκούσαν, πετούσαν και του είπε :
- Όλα αυτά δικά σου και θα ζεις 33 χρόνια.
   Τήραξε ο άνθρωπος δεξιά, τήραξε ζερβά, είδε τα πετούμενα, λογίστηκε και του ’ρθανε λίγα τα χρόνια.
- Θεούλη μου, του λέει, τι να προφτάσω μέσα σε 33 χρόνια; Πολύ λίγα είναι, δεν μπορείς να τ’ αυγατίσεις λίγο;
- Ά, του λέει ο Θεός, εγώ δεν αλλάζω τις αποφάσεις μου, αλλά έχω εδώ μερικά ρετάλια από χρόνια και θα δίνω στο καθένα, όσα πιάνει το χέρι μου αμέτρητα.
   Γυρίζοντας στο μικρό συνομιλητή του ο γερο-Λαμπρογρηγόρης του είπε :
 - Είδες, για τον εαυτό του κράτησε μόνον 33 χρόνια και μόλις μπήκε στα 34 τον σταύρωσαν. Ήταν ξένα τα χρόνια, ήταν προβατίσια που τα σουβλίζει ο άνθρωπος.
 - Τώρα εγώ περνάω κάτι χρόνια που μοιάζουν για χοιρινά, πόσα χρόνια λες να είχε κόψει ο Θεός από το γουρούνι; Και ποιος ξέρει τίνος ζωντανού έρχονται μετά;

Επιλογή Κωνσταντίνου Αθ. Μπαλωμένου, φυσικού




ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Από το ανέκδοτο βιβλίο “Σκόρπιες μνήμες και διαλογισμοί”, του Γεωργίου Ανδρ. Πολίτη, Γενικού Αρχίατρου Ε.Α., 1989, Αθήνα.
[2] Ο γερο-Λαμπρογρηγόρης (Γρηγόρης Λάμπρου) ήταν ο πρώτος Πρόεδρος της Κοινότητας Παλαιοβράχας το 1912. Ήταν συνταξιούχος δικαστικός κλητήρας.
[3] Από τη Φτέρη (1899-1997). Σπούδασε την ιατρική και μετά έγινε στρατιωτικός γιατρός. Αποστρατεύτηκε το 1954 με το βαθμό του Γενικού Αρχίατρου. Υπηρέτησε στη Λαμία αρκετά χρόνια.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου